- φθορία
- φθορ-ία, ἡ,A corruption, mischief, Hp.Jusj.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φθορία — ἡ, Α φθορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < φθορά (ή φθόρος) + κατάλ. ία (πρβλ. ὀλεθρ ία: ὄλεθρος)] … Dictionary of Greek
φθόρια — φθόριος destructive neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθορίης — φθορία corruption fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωοφθορία — (I) ζωοφθορία, ἡ (Α) έκτρωση, αποβολή, άμβλωση, έκτρωμα, εξάμβλωμα, τέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + φθορια (< φθορος < φθείρω), πρβλ. αλληλο φθορία, οικο φθορία]. (II) ζῳοφθορία, ἡ (Α) διαφθορά ζώων, σαρκική μίξη με ζώα, κτηνοβασία.… … Dictionary of Greek
ορνεοφθορία — ὀρνεοφθορία, ἡ (Α) σαρκική επαφή με πτηνά, ορνεοβατία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνεον + φθορία (< φθόρος < φθείρω), πρβλ. τεκνο φθορία] … Dictionary of Greek
пагоуба — ПАГОУБ|А (287), Ы с. 1. Разрушение, уничтожение; гибель: како ли ѹвижю пагѹбѹ гра(д) моѥго. нъ аще погѹбиши ˫а с ними и азъ погыбнѹ. ПрЛ 1282, 60а; ˫азыцьнии б҃зi. камениѥ безд҃шьноѥ и дрѣво ѥсть. и водѧть чл҃вкы въ пагѹбѹ. Там же, 134в; и ˫ако ѿ … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
VOMITIONES — in remedium cruditatis excogitatae sunt, canibus primum monstrantibus, teste Pliniô, l. 11. c. 53. et l. 29. c. 4. Et quidem ab Hippocratis tempore mos fuit multorum, ut bis quot mensibus ἐμετικὴν agerent (ut Cicero loquitur l. 13. ad Attic.… … Hofmann J. Lexicon universale
παρθενοφθορία — η, ΝΜ η φθορά τής παρθενίας, διακόρευση παρθένου μσν. (στο Βυζάντιο) φόρος τον οποίο κατέβαλλαν οι νυμφευόμενοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρθένος + φθορία (< φθόρος < φθείρω)] … Dictionary of Greek
δεσμός, χημικός — Το σύνολο των δυνάμεων που δρουν μεταξύ των ατόμων και έχουν ως αποτέλεσμα τον σχηματισμό διατάξεων που μπορούν να θεωρηθούν καθορισμένα μοριακά είδη. Για τη δημιουργία του χ.δ. μετέχουν τα περιφερειακά ηλεκτρόνια των ατόμων, γι’ αυτό και ο τύπος … Dictionary of Greek